εἰωθότι

εἰωθότι
ἔθω
to be accustomed
perf part act masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έθω — ἔθω (Α) 1. είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να... («κακὰ πόλλ ἔρδεσκεν ἔθων» διέπραττε πολλά κακά, κατά τη συνήθεια του) 2. (παρακμ. και υπερσ.) φρ. «ὡς εἰῶθε», «ὥσπερ εἰώθει»* όπως συνηθίζεται 3. (μτχ. παρακμ. αρσ.) ο συνήθης, ο συνηθισμένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”